- χειροκέντητος
- -η, -ο, Νκεντημένος με το χέρι, όχι στη μηχανή.[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)-* + κεντητός (< κεντώ), πρβλ. χρυσο-κέντητος. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Σκαρλ. Βυζαντίου].
Dictionary of Greek. 2013.